Ερευνητές στις ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης (3D printing ) και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα τεχνητό ανθρώπινο αφτί που μοιάζει και λειτουργεί όπως το φυσικό. Πρόκειται για ένα επίτευγμα που θεωρείται πολύ σημαντικό αφού, αν τελικά αυτό το τεχνητό αφτί αποδειχθεί λειτουργικό, θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για να αντικαταστήσει παιδιά με εκ γενετής δυσμορφίες στα αφτιά όπως π.χ., η μικρωτία (πρόκειται για μια γενετική ανωμαλία στην οποία το πτερύγιο του αφτιού δεν αναπτύσσεται πλήρως).
Ακοή μέσω «εκτύπωσης»
Ερευνητές του Weill Cornell Medical College στη Νέα Υόρκη χρησιμοποίησαν αρχικώς μια τρισδιάστατη εικόνα ενός ανθρώπινου αφτιού και με τη βοήθεια ενός 3D εκτυπωτή δημιούργησαν ένα καλούπι στο σχήμα του αφτιού. Στη συνέχεια τοποθέτησαν στο εκμαγείο ένα υψηλής πυκνότητας υδροτζέλ που αποτελείτο από ζωντανά ανθρώπινα κύτταρα. Όταν ο χόνδρος του αφτιού σχηματίστηκε μέσα στο καλούπι οι ερευνητές αφαίρεσαν αυτόν τον «σκελετό» και τον τοποθέτησαν μέσα στην πλάτη αρουραίων. Μέσα σε διάστημα 1-3 μηνών αναπτύχθηκε το νέο αφτί εντός του οργανισμού των τρωκτικών (όσο περίεργο και αν φαίνεται δεν είναι η πρώτη φορά που αφτιά ”καλλιεργούνται” μέσα στο σώμα τρωκτικών).
«Χρειάζονται περίπου δώδεκα ώρες για να δημιουργηθεί το καλούπι και περίπου 24 ώρες για να εκτυπωθεί το αφτί. Γίνεται η έγχυση του τζελ στο καλούπι επί ένα μισάωρο και μετά από 15 λεπτά αφαιρούμε τον χόνδρο που έχει δημιουργηθεί για να ακολουθήσει η διαδικασία της καλλιέργειας. Μερικές μέρες αργότερα το τεχνητό αφτί είναι έτοιμο για να τοποθετηθεί σε κάποιο ασθενή. Στόχος είναι μελλοντικά τα κύτταρα του τζελ να προέρχονται από τον ίδιο τον ασθενή ώστε να περιορίσουμε την πιθανότητα απόρριψης του μοσχεύματος» αναφέρει ο Τζέησον Σπέκτορ, εκ των επικεφαλής των ερευνητών.
Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η καλύτερη ηλικία για γίνει η τοποθέτηση του νέου αφτιού σε ένα παιδί με μικρωτία είναι τα 5-6 έτη. «Ένα τέτοιο αφτί θα βοηθήσει επίσης άτομα που έχουν χάσει το εξωτερικό μέρος του αυτιού τους από κάποιο ατύχημα ή από καρκίνο» αναφέρει ο Σπέκτορ. Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PLOS One.